ΑΡΘΡΟ
ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΘΑΝΑΣΗ ΠΕΤΡΑΚΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΜΕΙΩΘΟΥΝ ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΤΩΝ
ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΣΤΑ SUPER MARKETS.
Με
δεδομένη την ακρίβεια και την οικονομική αδυναμία της μεγάλης πλειοψηφίας των
νοικοκυριών να αγοράζουν τα προς το ζην, κατέθεσα στις 15/6/2015 επίκαιρη ερώτηση προς
τον Υπουργό Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας
και Τουρισμού με θέμα τη θεσμοθέτηση της Υποχρεωτικής
αναγραφή των εκπτώσεων και άλλων παροχών στα τιμολόγια αγοράς των super markets. Η ερώτηση συζητήθηκε την Δευτέρα 27/7/2015 στην οποία ο
Υπουργός Γιώργος Σταθάκης αναγνώρισε ότι υπάρχει νομοθετικό κενό και απουσία
ελέγχων στην αγορά.
Το θέμα είναι μείζον για όλα τα νοικοκυριά και κυρίως για τα
λαϊκά στρώματα για αυτό επιβάλλεται χωρίς καθυστέρηση η νομοθέτηση της υποχρεωτικής αναγραφή
των εκπτώσεων και άλλων παροχών στα τιμολόγια αγοράς των super markets για να μειωθούν
άμεσα οι τιμές.
Με το θέμα αυτό
η Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ έχει ασχοληθεί και την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν 1,5 χρόνο ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάννης
Στουρνάρας και ο τότε υφυπουργός Ανάπτυξης Θανάσης Σκορδάς είχαν υποσχεθεί θα
νομοθετούσαν διατάξεις οι οποίες θα υποχρεώνουν τους προμηθευτές να αναγράφουν
στα τιμολόγια πώλησης των προϊόντων τους προς τις αλυσίδες καταστημάτων και τα
σούπερ μάρκετ τα πιστωτικά σημειώματα που δίνουν. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε
ποτέ. Σήμερα είναι απόλυτη ανάγκη λόγω και της αύξηση του ΦΠΑ από το 13% στο
23% στα περισσότερα τυποποιημένα προϊόντα.
Το
ζήτημα της ακρίβειας αγγίζει όλα τα νοικοκυριά και ιδιαίτερα τα πιο αδύναμα
οικονομικά. Στα χρόνια των μνημονίων ένα παράδοξο που δημιουργήθηκε και έχει
γίνει εφιάλτης για τις ελληνικές οικογένειες, είναι η ακρίβεια σε βασικά
προϊόντα διαβίωσης. Και είναι παράδοξο διότι ενώ η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί
οι τιμές των προϊόντων όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά αυξάνονται. Οι τιμές πολλών προϊόντων ξεπερνούν κατά
πολύ αυτές των ευρωπαϊκών χωρών και αν υπολογίσουμε και τους χαμηλούς
μισθούς -που στην χώρα μας υπολείπονται τουλάχιστον κατά 50% των χωρών αυτών-
τότε θα πρέπει να μιλάμε για υπερκοστολογημένα
προϊόντα πάνω από το 100%.
Το
πρόβλημα εντοπίζεται στο υφιστάμενο πλαίσιο συνεργασίας ανάμεσα στους
προμηθευτές και τις αλυσίδες λιανικού εμπορίου το οποίο είναι αδιαφανές και το
οποίο καμία κυβέρνηση, παρόλο που πολλοί Υπουργοί τα είχαν εξαγγείλει, δεν
τόλμησε να το αλλάξει. Η αδιαφάνεια
συνίσταται στο γεγονός ότι δεν αναγράφονται στα τιμολόγια οι εκπτώσεις που
κάνουν οι προμηθευτές στις αλυσίδες λιανικού εμπορίου και ειδικά στα super markets. Παρόλο που στις
συμβάσεις, που έχουν συνάψει οι δυο πλευρές, αναφέρονται οι παροχές-εκπτώσεις
που δεσμεύονται να κάνουν οι προμηθευτές, αυτές δεν εμφανίζονται στα τιμολόγια.
Οι παροχές-εκπτώσεις δεν φαίνονται στα τιμολόγια διότι γίνονται:
·
Με Τιμολόγια Παροχής Υπηρεσιών για
προνομιακή προβολή και προώθηση των προϊόντων (τοποθέτηση στο ράφι, πλήθος
κωδικών, νέοι κωδικοί)
·
Με πιστωτικά σημειώματα.
·
Με επιπλέον δωρεάν ποσότητες προϊόντων
και με άλλους τρόπους.
Πρόκειται
ουσιαστικά για «δώρα» που κάνουν οι επιχειρήσεις παραγωγής ή οι πολυεθνικές στα
καταστήματα βάση της συμφωνίας ή για μία καλύτερη θέση των προϊόντων τους στο
«ράφι». Αυτά τα «δώρα» όμως δεν φαίνονται πουθενά, δεν περνούν στα τιμολόγια.
Για να έχουμε μια εικόνα αναφέρω ότι σε επτά ελληνικές αλυσίδες super markets οι
παροχές των βιομηχανιών προς τα εμπορικά καταστήματα κυμαίνονται στα είδη
διατροφής από 14%-24%, στα σοκολατοειδή από 14%-25%, στις τροφές ζώων από
18%-32% και στα ποτά 11%-20%. Τα ποσοστά αυτά είναι ακόμη μεγαλύτερα όταν
πρόκειται για πολυεθνικές αλυσίδες γιατί εκεί οι πωλήσεις είναι πολύ
μεγαλύτερες. Στα παραπάνω ποσοστά πρέπει να προσθέσουμε και έξτρα παροχές για
επίτευξη συγκεκριμένου τζίρου κ.α.
Για
να κατανοήσουμε το μέγεθος της επιβάρυνσης των καταναλωτών αρκεί να δούμε ένα
παράδειγμα μιας εταιρείας που δεν εφαρμόζει την πρακτική που περιέγραψα
παραπάνω. Η συγκεκριμένη εταιρεία παραγωγής ζαχαρωδών προϊόντων σταμάτησε την
πρακτική των παροχών και μείωσε τις τιμές των προϊόντων κατά 30-60%. Το
αποτέλεσμα ήταν να αναγκαστούν τα super markets να
υπολογίζουν το κέρδος τους από χαμηλότερη βάση και να μειωθούν οι τιμές κατά 20%-25%
στο ράφι.
Αν
εφαρμοστεί η υποχρεωτική αναγραφή των εκπτώσεων στα τιμολόγια δεν πρόκειται να
μειωθούν οι πωλήσεις αλλά αντίθετα θα αυξηθούν. Τα λιγοστά χρήματα των
καταναλωτών θα αποκτήσουν μεγαλύτερη αξία, θα μπορούν να αγοράζουν περισσότερα
προϊόντα.
Με
την πρακτική της μη αναγραφής των εκπτώσεων στα τιμολόγια οι αλυσίδες super markets στην πραγματικότητα να
αγοράζουν σε χαμηλότερες τιμές από αυτές που αναγράφονται στα τιμολόγια και με
βάση αυτές τις «εικονικές» τιμές υπολογίζουν το κέρδος τους. Ουσιαστικά
πρόκειται για αισχροκέρδεια. Με αυτό τον τρόπο δικαιολογούνται και οι μεγάλες
διαφορές στις τιμές ίδιων προϊόντων στη χώρα μας σε σχέση με την Ευρώπη και να
συμβαίνει ένα ελληνικό προϊόν να πωλείται πιο φθηνά στο εξωτερικό.
Από
έρευνες που έχει κάνει στο παρελθόν το πρώην υπουργείο Ανάπτυξης έχει
διαπιστωθεί ότι οι παροχές των προμηθευτών δεν περνάνε καθόλου ή περνάνε κατά
ένα μικρό μέρος στην κατανάλωση. Μπορεί για παράδειγμα μια βιομηχανία να κάνει
έκπτωση μετά την πώληση χονδρικής του προϊόντος στο σούπερ μάρκετ, με τον τρόπο
που ανέφερα παραπάνω, ωστόσο το ποσοστό αυτό να μην περνά στη λιανική. Αξίζει
να σημειωθεί ότι οι ίδιες οι έρευνες δείχνουν πως οι εκπτώσεις και οι παροχές
«φουσκώνουν» κατά 25% με 30% τις τελικές τιμές πώλησης.
Ο
τρόπος χορήγησης εκπτώσεων που χρησιμοποιούν οι προμηθευτές, ουσιαστικά οι
πολυεθνικές, άρχισε να χρησιμοποιείτε την δεκαετία του '90. Τότε οι μεγάλες
πολυεθνικές αλυσίδες super markets για να κερδίσουν
μερίδια στην αγορά και για να εκτοπίσουν τις μικρότερες ελληνικές επιχειρήσεις,
χρησιμοποιώντας ως δέλεαρ την καλύτερη προβολή στα ράφια τους και τη δυνατότητα
επίτευξης υψηλότερων τζίρων, πίεζαν τους προμηθευτές για εκπτώσεις επί των
τιμών χονδρικής. Οι προμηθευτές προκειμένου να αποσπάσουν μεγαλύτερα μερίδια
έκαναν εκπτώσεις και έδιναν παροχές στις πολυεθνικές αλυσίδες super markets. Αυτή η πρακτική
καθιερώθηκε, αφού η πολιτεία δεν παρέμβαινε και φυσικά χρησιμοποιήθηκε και
από μεγάλες ελληνικές αλυσίδες.
Αυτός
ο τρόπος συναλλαγής έχει ως αποτέλεσμα και ένα ακόμη παράδοξο. Οι βιομηχανίες
και τα super
markets
αντί να διαπραγματεύονται για χαμηλότερες τιμές, διαπραγματεύονται για
υψηλότερες παροχές! Έτσι δεν πρόκειται να υπάρξουν ποτέ μειώσεις στις τιμές των
προϊόντων. Αξίζει να σημειωθεί ότι έχει συμβεί και το τραγελαφικό η τιμή
χονδρικής να είναι υψηλότερη κι από τη λιανική.
Μια
άλλη αρνητική επίπτωση που προκαλεί αυτή η στρεβλή κατάσταση στην αγορά είναι ο
αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων αλυσίδων super markets και
των μικρότερων επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου. Και αυτό διότι όσο μεγαλύτερες
ποσότητες αγοράζει κάποιος τόσο μεγαλύτερη έκπτωση του γίνεται. Μόνο που η
έκπτωση δεν φαίνεται στα τιμολόγια και δεν περνάει στους καταναλωτές.
Προκειμένου
να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα θα πρέπει να θεσμοθετηθούν άμεσα τα εξής:
1.
Υποχρεωτική
αναγραφή στα τιμολόγια οι κάθε είδους προμήθειες που
λαμβάνουν τα σούπερ μάρκετ από τις μεγάλες βιομηχανίες, είτε αυτές λέγονται
ποσοστά επί των πωλήσεων είτε λέγονται προσφορές ή όπως αλλιώς, για να
φαίνονται οι πραγματικές τιμές που αγοράζουν.
2.
Ειδική φορολόγηση των προμηθειών
αυτών στην βιομηχανία, καθώς αυτές δεν είναι
τίποτα άλλο από υπερκοστολογήσεις σε συνδυασμό με την πρώτη πρόταση.
3.
Έλεγχος της νομιμότητας των
προμηθειών αυτών
συνδυαστικά με τις δυο προηγούμενες προτάσεις.
Οι μειώσεις που μπορούν να
επιτευχθούν υπολογίζεται στο επίπεδο του 25%-30% γεγονός που θα ανακουφίσει
πάρα πολύ όλα τα νοικοκυριά και ιδιαίτερα τα πιο φτωχά.